ὀφθαλμός

ὀφθαλμός
ὀφθαλμός (ός, -όν, -οί.)
1 eye cf. ὄμμα.
a lit.

τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

b met., orb, circle

ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20

c met., pride, crown

Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.10

ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” (= Ἀμφιτρύωνα) O. 6.16 μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τλτ;γτ;ᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (sic interpungit Rose, C. Q., 1939, 69 sqq., probante nunc Snell: post πολίων codd., edd. plerique, def. Burton, 139—42: locus obscurus) P. 5.18

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμός — eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”